Κομητῶν — Κομήτης wearing long hair masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομητῶν — κομήτης wearing long hair masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλιακό σύστημα — Ο Ήλιος και το σύνολο των ουράνιων σωμάτων, πλανητών, δορυφόρων, αστεροειδών, κομητών και μετεωριτών/μετεώρων που περιφέρονται γύρω από αυτόν σύμφωνα με τους νόμους της παγκόσμιας έλξης και τους νόμους του Κέπλερ. Μετά τις πρόσφατες όμως… … Dictionary of Greek
Σκιαπαρέλι, Τζοβάννι Βιρτζίνιο — (Schiaparel II). Ιταλός αστρονόμος (Σαβιλιάνο, Κούνεο 1835 Μιλάνο 1910). Αφού πήρε το 1854 στο Τουρίνο το πτυχίο του μηχανικού και αρχιτέκτονα, κέρδισε σε διαγωνισμό μια υποτροφία που του επέτρεψε να σπουδάσει αστρονομία στο Βερολίνο, κοντά στο… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
κομήτης — Ιδιόμορφο αστρικό σώμα, νεφελώδους σύστασης και απροσδιόριστων διαστάσεων. Οι κ. εμφανίζονται στον ουρανό ως λαμπροί αστέρες, ακολουθούμενοι από μια πολύ μακριά φωτεινή προέκταση. Στους κ. διακρίνονται συνήθως τρία χαρακτηριστικά μέρη: ο πυρήνας … Dictionary of Greek
ομάδα — I (Κοινωνιολ.). Κεντρική έννοια της νεότερης κοινωνιολογίας που από τον Κυβιλιέ ορίζεται σαφώς ως «επιστήμη των ανθρώπινων ομάδων». Με την προφανή προϋπόθεση ότι μια ομάδα σχηματίζεται από πολλά μέλη, η θεωρία των κοινωνικών ομάδων αντιμετωπίζει… … Dictionary of Greek
Ναβάρα — (Navarra). Ιστορική γεωγραφική περιοχή της βόρειας Ισπανίας. Τα σύνορά της αντιστοιχούν, σε γενικές γραμμές, με τα σύνορα της σημερινής ομώνυμης επαρχίας (10.391 τ. χλμ., 520.124 κάτ.) με πρωτεύουσα την Παμπλόνα. Το βόρειο τμήμα της είναι κυρίως… … Dictionary of Greek
Σλέσβιχ - Χολστάιν — (Schleswig Holstein). Ομοσπονδιακό κρατίδιο της Γερμανίας, στο νότιο τμήμα της χερσονήσου της Γιουτλάνδης (έκταση 15 731 τ. χιλιόμ., 2 594 606 κάτοικοι). Συνορεύει στα βόρεια με τη Δανία στα νοτιοανατολικά με το Μέκλενμπουργκ της Α. Γερμανίας και … Dictionary of Greek
Χάγη — (Den Haag ή ’s Gravenhage). Πόλη (683.631 κάτ.) της Ολλανδίας, πρωτεύουσα της επαρχίας Νότιας Ολλανδίας, έδρα της κυβέρνησης και της αυλής και, ως τέτοια, de facto πρωτεύουσα της χώρας, αν και συνταγματική πρωτεύουσα είναι το Άμστερνταμ·… … Dictionary of Greek